ενήλατον

ενήλατον
ἐνήλατον, το (Α) [ενελαύνω]
1. αυτό που μπήγεται, που εμβάλλεται
2. μακρύ ξύλο, δοκός, δοκάρι
3. στον πληθ. ἐνήλατα
τα ξύλινα σκαλιά, που προσαρμόζονται στις μακριές, όρθιες πλευρές τής ανεμόσκαλας («κλίμακος ἀμείβων ξέστ' ἐνηλάτων βάθρα», Ευρ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «μέρος νεώς»
5. φρ. «ἐνήλατον ξύλον» ή ἐνήλατον
καθένα από τα τέσσερα δοκάρια που σχηματίζουν τον πλευρικό σκελετό τού κρεβατιού ή και ο ίδιος ο σκελετός τού κρεβατιού («ἀξόνων ἐνήλατα» — τα ξύλα που ξεκινώντας από τον άξονα μπήγονται στη στεφάνη τού τροχού ακτινωτά για στηρίγματα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐνήλατον — anything driven in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνηλάτοις — ἐνήλατον anything driven in neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνηλάτου — ἐνήλατον anything driven in neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνηλάτων — ἐνήλατον anything driven in neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνηλάτῳ — ἐνήλατον anything driven in neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνήλατα — ἐνήλατον anything driven in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνήλαθ' — ἐνήλατο , ἐνάλλομαι leap in aor ind mid 3rd sg ἐνήλατο , ἐνάλλομαι leap in aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) ἐνήλατα , ἐνήλατον anything driven in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνήλατ' — ἐνήλατο , ἐνάλλομαι leap in aor ind mid 3rd sg ἐνήλατο , ἐνάλλομαι leap in aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) ἐνήλατα , ἐνήλατον anything driven in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”